Combined Search
| 5 items total [1 - 5] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικοσάρι το [ikosári] Ο44α : σύνολο από είκοσι ομοειδείς μονάδες. 1α. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, ένα είκοσι. 2. (ως επίθ.): για τυποποιημένο μέγεθος: Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα εικοσάρια. 3. νόμισμα είκοσι δραχμών· εικοσάδραχμο, εικοσάρικο.
εικοσαράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. *εικοσάρι (πρβ. μσν. κοσάρι `νόμισμα αξίας είκοσι άσπρων΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < είκοσ(ι) -άρι]
[Λεξικό Κριαρά]
- εικοσάρι το· ’κοσάρι.
-
- Οθωμανικό ασημένιο νόμισμα αξίας είκοσι άσπρων:
- βάνουσι και στοίχημα … έναν ’κοσάρι (Διήγ. ωραιότ. 310).
[<αριθμητ. είκοσι + κατάλ. ‑άρι. Η λ. και ο τ. στο Somav. Η λ. και σήμ.]
- Οθωμανικό ασημένιο νόμισμα αξίας είκοσι άσπρων:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικοσαριά η [ikosarjá] Ο24 αριθμτ. περιλ. : καμιά ~, άθροισμα από είκοσι περίπου μονάδες: Δεν τα μέτρησα, αλλά θα ΄ταν καμιά ~.
[είκοσ(ι) -αριά]
[Λεξικό Κριαρά]
- εικοσαριά η· εικοσαρία.
-
- (Πάντοτε με την αντων. καμιά ή το αριθμητ. μια) περίπου είκοσι:
- καμία εικοσαρία ποπολάροι (Σουμμ., Ρεμπελ. 188).
[<αριθμητ. είκοσι + κατάλ. ‑αριά. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- (Πάντοτε με την αντων. καμιά ή το αριθμητ. μια) περίπου είκοσι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικοσάρικο το [ikosáriko] Ο41 : νόμισμα των είκοσι δραχμών· εικοσάδραχμο.
[είκοσ(ι) -άρικο]



