Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εικοσάρης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικοσάρης ο [ikosáris] Ο11 θηλ. εικοσάρα [ikosára] Ο25α : για πρόσωπο που έχει ηλικία (περίπου) είκοσι ετών. || (ως επίθ.) εικοσάχρονος.

[είκοσ(ι) -άρης· εικοσάρ(ης)-α]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go