Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εικονικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εικονικός, επίθ.
  • 1) Που απεικονίζει τη μορφή κάπ.:
    • Πιστεύω τας εικονικάς ανατυπώσεις (Σφρ., Χρον. 1861).
  • 2) Φαινομενικός, πλαστός:
    • Περί πουλήσεως εικονικής (Βακτ. αρχιερ. 176).

[μτγν. επίθ. εικονικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικονικός -ή -ό [ikonikós] Ε1 : 1.που γίνεται, υπάρχει, υφίσταται μόνο φαινομενικά: Εικονικό συμβόλαιο. Εικονική πώληση / μεταβίβαση. || ~ γάμος. Εικονική συνεδρίαση. Εικονική εκτέλεση. ~ αντίπαλος / στόχος, υποθετικός. Εικονικά πυρά. ANT πραγματικά. || (νομ.) Εικονική δικαιοπραξία, που γίνεται με εκούσια ψευδή δήλωση της βούλησης αυτών που την καταρτίζουν για να παραπλανήσουν τρίτον. 2. εικονιστικός: Εικονική τέχνη. ANT ανεικονική. ~ διάκοσμος. Εικονική παράσταση. εικονικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. εἰκονικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go