Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ειδάλλως
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδάλλως [iδálos] & ειδαλλιώς [iδaós] επίρρ. τροπ. : συνήθ. ως εισαγωγική λέξη η οποία εκφράζει βραχυλογικά υπόθεση με νόημα αντίθετο προς το νόημα της προηγούμενης πρότασης· αλλιώς, διαφορετικά: Aν μπορείς, έλα στις πέντε· ~ θα ιδωθούμε το βράδυ, αν δεν μπορείς… Aν το χρειάζεσαι, κράτησέ το· ~ να το πάρω, αλλιώς, να το πάρω. Πρέπει να τον βοηθήσεις, ~ τι φίλος είσαι. || με την έννοια απειλής: Nα ετοιμαστείτε γρήγορα ειδαλλιώς…

[ειδαλλιώς: μσν. ειδέ `σε περίπτωση που, αλλιώς΄ (< αρχ φρ. εἰ δέ) με “πλεοναστική” προσθήκη του αλλιώς για έμφαση και αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ.· ειδάλλως: λόγ. επίδρ. στο ειδαλλιώς κατά το λαϊκό αλλιώς - λόγ. άλλως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go