Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθνοπατέρας ο [eθnopatéras] Ο2 : ως ειρωνικός χαρακτηρισμός προσώπου που παρουσιάζεται σαν προστάτης του έθνους του, των εθνικών συμφερόντων και ιδεωδών· (πρβ. εθνοσωτήρας): Δε θα μας σώσουν οι ποικιλώνυμοι εθνοπατέρες.
[λόγ. εθνο- + πατέρας]



