Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εθνικοαπελευθερωτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εθνικοαπελευθερωτικός -ή -ό [eθnikoapelefθerotikós] Ε1 : εθνικός και απελευθερωτικός· που έχει στόχο του την απελευθέρωση ενός έθνους από ξένο ζυγό: Εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση / οργάνωση / πολιτική. Εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο. ~ στρατός. Εθνικοαπελευθερωτικές δυνάμεις. Εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες. Tα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των χωρών του τρίτου κόσμου.

[λόγ. εθνικ(ός) -ο- + απελευθερωτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go