Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εθελόδουλος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εθελόδουλος -η -ο [eθelóδulos] Ε5 : που με τη θέλησή του υποτάσσεται ή ανέχεται μια σχέση υποταγής, δουλείας· δουλικός, δουλόφρων. || και για συμπεριφορά κτλ.: Εθελόδουλη συμπεριφορά. Εθελόδουλοι τρόποι.

[λόγ. < αρχ. ἐθελόδουλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go