Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθελοτυφλία η [eθelotiflía] Ο25 : η ιδιότητα και η συμπεριφορά αυτού που εθελοτυφλεί: H ~ τους μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο με ανησυχεί.
[λόγ. εθελότυφλ(ος) -ία]



