Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εδικός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εδικός, επίθ.,
βλ. ιδικός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εδικός -ή -ό [eδikós] Ε1 : (λαϊκότρ., λαϊκ.) δικός.

[μσν. εδικός < δικός με ανάπτ. ε- από συμπροφ. με τις πρόθ. σε, με και ανασυλλ.: [se-δi > seδi > s-eδi] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go