Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εδεπά
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εδεπά, επίρρ.· ’δεπά· εδαπά.
  • 1)
    • α) Εδώ, εδωδά, εδώ κάπου κοντά:
      • εσύ ανίμεν’ εδεπά, ώστε να ’ρθει … μαντάτο (Φαλιέρ., Ιστ. 325
    • β) (προκ. για κίνηση) κατά εδώ:
      • ετούτοι που ’ρχονται εδεπά (Θυσ. 1028).
  • 2) Με το σύνδ. ως
    • α) ακόμη και τώρα:
      • ως κι εδεπά που σου μιλώ, εκείνον αξανοίγω (Ερωτόκρ. Α´ 1620
    • β) τότε πια:
      • μάχη πλιο δεν έχομε κι ως εδεπά τελειώνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5348).

[<επιφ. έδε + επίρρ. επά. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go