Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εδεκεί
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
εδεκεί, επίρρ.· ’δεκεί· εδέκει.
  • 1) (Προκ. για στάση) εκεί, εκειδά, εκεί ακριβώς:
    • Ακαρτερείτε εδεκεί (Ευγέν. 529).
  • 2) (Προκ. για κίνηση) εκεί:
    • να τη γιαγείρετε εδεκεί (Στάθ. Ιντ. β´ 15).

[<επιφ. έδε + επίρρ. εκεί. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εδεκείνος, αντων.
  • Ακριβώς εκείνος:
    • Τίνος ψυχή να ηυρίσκετον στην ώραν εδεκείνην (Παρασπ., Βάρν. C 186).

[<επιφ. έδε + αντων. εκείνος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εδεκείσε, επίρρ.
  • Εκεί:
    • (Συναξ. γυν. 809).

[<επιφ. έδε + επίρρ. εκείσε]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go