Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγωιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγωιστικός -ή -ό [eγoistikós] Ε1 : (για συμπεριφορά, τρόπο κτλ.) που τον χαρακτηρίζει εγωισμός: Εγωιστική συμπεριφορά / ενέργεια / σκέψη. Εγωιστικό ύφος / βλέμμα. Εγωιστικά κίνητρα. εγωιστικά ΕΠIΡΡ: Θέρεται πολύ ~.

[λόγ. εγωιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες