Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εγκοπή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκοπή η [eŋgopí] Ο29 : εσοχή στην επιφάνεια αντικειμένου από σκληρό υλικό, η οποία γίνεται με κοπή και αφαίρεση μικρού τμήματός του: Οδοντωτή / τριγωνική ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐγκοπή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go