Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκαυστική η [eŋgafstikí] Ο29 : η τεχνική της ζωγραφικής με χρώματα που έχουν διαλυθεί σε λιωμένο κερί και δουλεύονται με θερμασμένα ή πυρακτωμένα εργαλεία· κηρογραφία: H ~ επινοήθηκε μάλλον στην αρχαία Aίγυπτο και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα. Aρχαία ελληνική / ρωμαϊκή ~. Έργα / δείγματα εγκαυστικής.
[λόγ. < ελνστ. ἐγκαυστική (ενν. τέχνη) ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. ἐγκαυστικός]



