Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εγκατάλειψις η.
-
- Εγκατάλειψη, αδιαφορία:
- όρα … την του Θεού εγκατάλειψιν (Ιστ. πολιτ. 1816)·
- τις η εγκατάλειψις αύτη, Κύριε; (Κώδ. Χρονογρ. 539).
[αρχ. ουσ. εγκατάλειψις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- Εγκατάλειψη, αδιαφορία:



