Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εγκαλλωπίζω.
-
- Ομορφαίνω κ.:
- τα μάτια … εγκαλλώπιζεν ερωτικά η κόρη (Λίβ. Esc. 2421).
[μτγν. εγκαλλωπίζομαι. Το ενεργ. τον 4. αι. (Lampe)]
- Ομορφαίνω κ.:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[μτγν. εγκαλλωπίζομαι. Το ενεργ. τον 4. αι. (Lampe)]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |