Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκάθετος -η -ο [eŋgáθetos] Ε5 : που με εντολή άλλων παρευρίσκεται σε μια συνάθροιση ατόμων και σκόπιμα προβαίνει σε βίαιες εκδηλώσεις αποδοκιμασίας ή επιδοκιμασίας· (πρβ. βαλτός). || (ως ουσ.): Ομάδα εγκαθέτων της εργοδοσίας προκάλεσε επεισόδια κατά τη συνέλευση του συνδικάτου. Οι φωνές των εγκαθέτων δεν πτόησαν τον ομιλητή.
[λόγ. < αρχ. ἐγκάθετος `που έχει τοποθετηθεί κρυφά΄]