Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκάθετος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εγκάθετος -η -ο [eŋgáθetos] Ε5 : που με εντολή άλλων παρευρίσκεται σε μια συνάθροιση ατόμων και σκόπιμα προβαίνει σε βίαιες εκδηλώσεις αποδοκιμασίας ή επιδοκιμασίας· (πρβ. βαλτός). || (ως ουσ.): Ομάδα εγκαθέτων της εργοδοσίας προκάλεσε επεισόδια κατά τη συνέλευση του συνδικάτου. Οι φωνές των εγκαθέτων δεν πτόησαν τον ομιλητή.

[λόγ. < αρχ. ἐγκάθετος `που έχει τοποθετηθεί κρυφά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες