Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εβδομάδι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εβδομάδι το· βδομάδι.
  • Εβδομάδα:
    • Επερπατούσαμε λοιπόν πλέο παρά βδομάδι (Αλεξ. 1551).

[<ουσ. εβδομάδα + κατάλ. ι (βλ. Holton, Αλεξ., σ. 229)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εβδομαδιαίος -α -ο [evδomaδiéos] Ε4 : α.που γίνεται μια φορά κάθε εβδομάδα: Εβδομαδιαία συνεδρίαση. || για έντυπο που εκδίδεται κάθε εβδομάδα: Εβδομαδιαίο περιοδικό. Εβδομαδιαία έκδοση / εφημερίδα. β. που αφορά χρονικό διάστημα μιας εβδομάδας (ή επτά ημερών)· (πρβ. βδομαδιάτικος): Εβδομαδιαία έξοδα. Εβδομαδιαία κατανάλωση. ~ απολογισμός. Tο εβδομαδιαίο πρόγραμμα.

[λόγ. εβδομαδ- (δες εβδομάδα) -ιαίος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go