Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: είδησις
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
είδησις ‑ση η.
  • 1) Το να γνωρίζει κάπ. κ., γνώση κάπ. πράγματος:
    • χωρίς γνώμης συνοδικής ή ειδήσεως των κληρικών (Ιστ. πατρ. 1829).
  • 2) Πληροφορία, μήνυμα, αγγελία:
    • είδησιν έχω και άκουσε (Λίβ. (Lamb) N 487).
  • 3)
    • α) Απόλυση από μια εργασία:
      • ο κύρης ή η κυρά … να τους δώσουν είδησιν, ήγουν απολογίαν (Ασσίζ. 718
    • β) διαταγή:
      • Είδηση, αφέντη, βάλε, να μηδέ γδύνουν τσ’ εκκλησιές (Τζάνε, Κρ. πόλ. 26210).
  • 4) Συγκατάθεση, άδεια:
    • με την είδησιν του βισκούντη (Ασσίζ. 755).

[αρχ. ουσ. είδησις. Η λ. (ση) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go