Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δύσπεπτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δύσπεπτος -η -ο [δíspeptos] Ε5 : ANT εύπεπτος. 1. για τροφή που δε χωνεύεται εύκολα: Tα όσπρια είναι δύσπεπτα. 2. (μτφ., μειωτ.) δυσνόητος.

[λόγ. < αρχ. δύσπεπτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go