Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δόσα
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
δόσα, δόσια τα,
βλ. δώσια.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δοσάς ο [δosás] Ο1 : (προφ.) δοσατζής.

[δόσ(η) -άς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δοσατζής ο [δosadzís] Ο8 θηλ. δοσατζού [dosadzú] Ο37 : (προφ.) έμπορος που πουλάει τα εμπορεύματά του με δόσεις, γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι.

[δόσ(η) -ατζής· δοσατζ(ής) -ού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go