Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δωσιλογισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δωσιλογισμός ο [δosilojizmós] Ο17 : η συνεργασία με τον κατακτητή, ειδικότερα στην Ελλάδα, με τις γερμανικές αρχές κατοχής κατοχής, κατά τη διάρκεια του β' παγκόσμιου πολέμου: Kαταδικάστηκε για δωσιλογισμό.

[λόγ. δωσίλογ(ος) -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες