Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δωροδόκημα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δωροδόκημα το [δoroδókima] Ο49 : το αποτέλεσμα του δωροδοκώ.

[λόγ. < αρχ. δωροδόκημα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go