Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δωδεκαριά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δωδεκαριά η [δoδekarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, άθροισμα από δώδεκα περίπου μονάδες: Kαμιά ~ άτομα.

[δώδεκ(α) -αριά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go