Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δυτικοευρωπαϊκός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυτικοευρωπαϊκός -ή -ό [δitikoevropaikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δυτική Ευρώπη ή στους κατοίκους της ή που έχει σχέση με αυτήν ή με αυτούς: Δυτικοευρωπαϊκές συνήθειες. || Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση, στρατιωτική συμμαχία μεταξύ κρατών που ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση: H Ελλάδα ανήκει στη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση.

[λόγ. δυτικο- + ευρωπαϊκός μτφρδ. γερμ. west europäisch]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go