Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσώδης -ης -ες [δisóδis] Ε11 : (λόγ.) 1. δύσοσμος. ANT ευώδης: Δυσώδεις αναθυμιάσεις. Δυσώδη αέρια. 2. (μτφ.) αισχρός, βρομερός: Δυσώδη σκάνδαλα.
[λόγ. < αρχ. δυσώδης]



