Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσωπώ.
-
- 1) Παρακαλώ επίμονα, ικετεύω κάπ.:
- Η δε μήτηρ του Τζινεήτ ικετικώς δυσωπούσα ουκ επαύετο (Δούκ. 1471)·
- δυσώπει τον Θεόν (Διγ. Z 4338).
- 2) Φοβίζω, τρομάζω, αναστατώνω:
- όπερ αίτιον και την μητέρα αυτού εδυσώπησεν, ο λογισμός δηλονότι της μάχης (Σφρ., Χρον. 12619).
- 3) (Παθ.) υποκύπτω σε επίμονες παρακλήσεις:
- οις και το ζην εχάρισα δυσωπηθείς τοις λόγοις (Διγ. Gr. 3482).
[αρχ. δυσωπέω]
- 1) Παρακαλώ επίμονα, ικετεύω κάπ.:



