Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσωδία η [δisoδía] Ο25 : 1. πολύ δυσάρεστη μυρωδιά· δυσοσμία. ANT ευωδιά: Tα πτώματα των άταφων νεκρών αποπνέουν μια αφόρητη ~. (έκφρ.) βρόμα* και ~. 2. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε τις δυσάρεστες εντυπώσεις, την αποπνικτική κατάσταση που δημιουργούν πράξεις εξαιρετικά ανήθικες: H ~ των σκανδάλων.
[λόγ. < αρχ. δυσωδία]
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσωδία η.
-
- Άσχημη οσμή, βρόμα:
- (Διακρούσ. 9015)·
- είχαμεν ολημερίς βρόμον και δυσωδίαν (Διήγ. πανωφ. 57)·
- (μεταφ.):
- Της ασωτίας … την δυσωδίαν (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 529).
[αρχ. ουσ. δυσωδία. Η λ. και σήμ.]
- Άσχημη οσμή, βρόμα:



