Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δρυοκολάπτης ο [δriokoláptis] Ο10 : πτηνό με ισχυρό ράμφος, με μεγάλη γλώσσα και με πόδια κατάλληλα για αναρρίχηση, το οποίο τρέφεται με έντομα που βρίσκει σκαλίζοντας το φλοιό των δέντρων.
[λόγ. < αρχ. δρυοκολάπτης]



