Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δρυμών
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δρυμών ο· δρυμώνας.
  • Δάσος, δρυμός:
    • τον δρυμώνα τον δασύν (Θησ. Β´ [694]).

[μτγν. ουσ. δρυμών. Ο τ. στο Meursius (όνας) και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δρυμώνας ο [δrimónas] Ο2 : δρυμός.

[λόγ. < ελνστ. δρυμών, αιτ. -ῶνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες