Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δριμέα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
δριμέα, επίρρ.· δριμιά.
  • 1) Σφοδρά, υπερβολικά:
    • δριμέα να κλαίει (Φλώρ. 429).
  • 2) Με οξύτητα, θυμωμένα:
    • δριμέα απιλογήθηκεν (Αργυρ., Βάρν. K 375).
  • 3) Βαθιά, μέσα από την καρδιά:
    • αναστενάξαμε δριμιά (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2215).

[<επίθ. δριμύς· πβ. αρχ. επίρρ. δριμέως. Ο τ. στο Βλάχ. (μυά) και σήμ. κρητ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go