Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δουλοπαροικία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δουλοπαροικία η [δuloparikía] Ο25 : η κατάσταση που κατοχύρωνε τη σχέση εξάρτησης του καλλιεργητή με τη γη που καλλιεργούσε και που αναπτύχθηκε κατά το Mεσαίωνα, κυρίως στην περίοδο της φεουδαρχίας.

[λόγ. δουλοπάροικ(ος) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go