Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δουλευταράς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δουλευταράς ο [δuleftarás] Ο1 θηλ. δουλευταρού [δuleftarú] Ο37 : (προφ.) αυτός που αγαπάει τη δουλειά και που δουλεύει ακούραστα. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος.

[δουλευτ(ής) -αράς· δουλευταρ(άς) -ού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go