Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δονητικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δονητικός -ή -ό [δonitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δόνηση: Δονητικές κινήσεις. 1. για μηχάνημα ή συσκευή που μεταδίδει δονήσεις: ~ οδοστρωτήρας. 2. που γίνεται με δονητή: Δονητική γεώτρηση / κατεργασία. δονητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δονητ(ής) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go