Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δομέστιχος ο [δoméstixos] & δομέστικος ο [δoméstikos] Ο20 : 1. (ιστ.) αξιωματούχος στη Bυζαντινή Aυτοκρατορία. 2. εκκλησιαστικός τίτλος που απονέμεται στον επικεφαλής του χορού των ψαλτών.
[μσν. δομέστιχος < ελνστ. δομέστικος ( [k > x] ;) < λατ. domest(icus) `που ανήκει στον οίκο΄ -ικος]
[Λεξικό Κριαρά]
- δομέστιχος ο,
- βλ. δομέστικος.



