Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δολοπλόκος -ος / -α -ο [δoloplókos] Ε14 : που κάνει δολοπλοκίες εις βάρος κάποιου άλλου, συνήθ. ως ουσ. ο δολοπλόκος: Δολοπλόκοι και απατεώνες.
[λόγ. < αρχ. δολοπλόκος]



