Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δολιοφθορά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δολιοφθορά η [δoliofθorá] Ο24 : το σύνολο των ύπουλων ενεργειών που αποβλέπουν στην πρόκληση καταστροφών ή ζημιών σε μηχανές ή σε εγκαταστάσεις του εχθρού σε περίοδο πολέμου, ή των πολιτικών συνήθ. αντιπάλων σε περίοδο ειρήνης· σαμποτάζ: H καταστροφή της γέφυρας / του τηλεφωνικού δικτύου / του εργοστασίου / της αποθήκης οφείλεται σε ~.

[λόγ. δόλι(ος) -ο- + φθορά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go