Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δοκίμιον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
δοκίμιον το.
  • 1) Αγώνισμα, κατόρθωμα:
    • (Χρον. Τόκκων 3346).
  • 2) Βαριά πέτρα για δοκιμασία των σωματικών δυνάμεων, ιδ. στο αγώνισμα της άρσεως βαρών:
    • ην (ενν. ράβδον) αυτός κατεσκεύασεν, ίνα παίζῃ αυτήν ως δοκίμιον (Δούκ. 3376).

[μτγν. ουσ. δοκίμιον. Τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr.). Η λ. και σήμ. (‑ιο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go