Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διόπτρα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διόπτρα η [δióptra] Ο25 : (οπτ.) όργανο που αποτελείται από ένα σύστημα φακών και που χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων τα οποία βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση: H ~ του Γαλιλαίου. Πρισματική ~. Aστρονομική ~, διοπτρικό τηλεσκόπιο. || (πληθ., λόγ.) διπλή διόπτρα για τη χρησιμοποίηση και των δύο ματιών· κυάλια.

[λόγ. < ελνστ. διόπτρα (πληθ.: σημδ. γαλλ. lunettes)]

[Λεξικό Κριαρά]
διόπτρα η.
  • Τρύπα, φεγγίτης:
    • κατά κορυφής διόπτραν της καλύβης ποιησάμενοι (Ιερακοσ. 33726).

[μτγν. ουσ. διόπτρα. Πβ. και LBG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go