Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διχοτόμος -ος -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διχοτόμος -ος -ο [δixotómos] Ε14 : (γεωμ.) που διχοτομεί, κυρίως ως ουσ. η διχοτόμος, η ευθεία που χωρίζει μία γωνία σε δύο ίσα μέρη.

[λόγ. < ελνστ. διχοτόμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες