Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διχαστικός -ή -ό [δixastikós] Ε1 : που προκαλεί διχασμό: Διχαστικές ενέργειες. Στο συνέδριο του κόμματος ακούστηκαν διχαστικά συνθήματα.
διχαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. διχασ- (διχάζω) -τικός]



