Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διπλούς
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
διπλούς, επίθ.
  • Που έχει διπλή επίδραση:
    • διπλούν το μήλον έποικες, ζην τε και θανατώνειν; (Καλλίμ. 2581).

[αρχ. επίθ. διπλόος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go