Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διπλοπροσωπία η [δiploprosopía] Ο25 : 1. ανειλικρίνεια, υποκρισία. 2. (νομ.) η εμφάνιση ενός ατόμου άλλοτε με την πραγματική του ταυτότητα και άλλοτε με πλαστή, με σκοπό την εξαπάτηση.
[λόγ. διπλοπρόσωπ(ος) -ία]



