Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διπλάρωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλάρωμα το [δiplároma] Ο49 : η ενέργεια του διπλαρώνω. 1. (μειωτ.) το πλησίασμα και η δημιουργία σχέσεων με κπ., με ιδιοτελείς σκοπούς. 2. (ναυτ.) πλεύρισμα.

[διπλαρώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες