Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διομολόγηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διομολόγηση η [δiomolójisi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : διομολογήσεις, στο διεθνές δίκαιο, συμβάσεις με τις οποίες οι υπήκοοι ενός ισχυρού κράτους αποκτούσαν δικαιώματα και προνόμια στο έδαφος ενός άλλου λιγότερου ισχυρού ή αναπτυγμένου κράτους.

[λόγ. < ελνστ. διομολόγη(σις) `σύμβαση΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go