Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διμέτωπος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διμέτωπος -η -ο [δimétopos] Ε5 : που γίνεται σε δύο μέτωπα, που αντιμετωπίζει ταυτόχρονα δύο αντιπάλους ή δύο αντίξοες καταστάσεις: Διεξάγεται ένας ~ αγώνας, εναντίον των εσωτερικών και των εξωτερικών εχθρών. H κυβέρνηση δέχτηκε διμέτωπη επίθεση και από τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης.

[λόγ. < ελνστ. διμέτωπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go