Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διμέτωπος -η -ο [δimétopos] Ε5 : που γίνεται σε δύο μέτωπα, που αντιμετωπίζει ταυτόχρονα δύο αντιπάλους ή δύο αντίξοες καταστάσεις: Διεξάγεται ένας ~ αγώνας, εναντίον των εσωτερικών και των εξωτερικών εχθρών. H κυβέρνηση δέχτηκε διμέτωπη επίθεση και από τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης.
[λόγ. < ελνστ. διμέτωπος]



