Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δικύλινδρος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικύλινδρος -η -ο [δikílinδros] Ε5 : (τεχν.) για μηχανή που έχει δύο κυλίνδρους.

[λόγ. δι- 1 + κύλινδρ(ος) -ος μτφρδ. γαλλ. à deux cylindres ή αγγλ. bicylindrical]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go