Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δικοτυλήδονος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικοτυλήδονος -η -ο [δikotilíδonos] Ε5 : (βοτ.) που έχει δύο κοτυληδόνες. || (ως ουσ.) τα δικοτυλήδονα, κατηγορία αγγειόσπερμων φυτών που το σπέρμα τους έχει δύο κοτυληδόνες.

[λόγ. επίθ. < δικοτυλήδονα (ενν. άνθη) < γαλλ. dicotylédones (θηλ. πληθ.) < di- = δι- 1 + cotyledon = κοτυληδόνα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go