Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δικομανής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικομανής -ής -ές [δikomanís] Ε10 : για κπ. που έχει δικομανία.

[λόγ. δίκ(η) -ο- + -μανής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go