Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διερμήνευση η [δiermínefsi] Ο33 : η ενέργεια του διερμηνεύω, η έκφραση των σκέψεων κάποιου άλλου, εξ ονόματός του.
[λόγ. < ελνστ. διερμήνευ(σις) -ση, αρχ. σημ.: `διαπραγμάτευση΄]



